κραδασμός

κραδασμός
κραδ-ασμός, ,
A vibration, cj. for foreg. in Epicur.l.c., cf. Nicom. Harm.4, 10; tremor, agitation, Simp.in Cael.453.6;

τῶν δοράτων Marcellin.Puls.492

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κραδασμός — vibration masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραδασμός — ο (AM κραδασμός) [κραδαίνω] δόνηση, ταλάντευση, τρομώδης ή παλμική κίνηση («τῷ γινομένῳ περὶ τοῑς ἐξακοντισμοῑς τῶν δοράτων κραδασμῷ», Μαρκελλίν.) νεοελλ. 1. η παλμική κίνηση τού σωλήνα τών μικρών ιδίως πυροβόλων η οποία παράγεται κατά τη βολή… …   Dictionary of Greek

  • κραδασμός — ο κλονισμός, δόνηση, τράνταγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παλμός — Κραδασμός, δόνηση. Για την καρδιά, ο όρος υποδηλώνει τον σφυγμό. Καρδιακός π. σημαίνει την περιοδική και ρυθμική λειτουργία της καρδιάς. * * * ο (ΑΜ παλμός) [πάλλω] 1. παλινδρομική τρομώδης κίνηση μικρής διάρκειας και μικρού εύρους, τρέμουλο… …   Dictionary of Greek

  • κραδασμῷ — κραδασμός vibration masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραδασμόν — κραδασμός vibration masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάσειση — Παθολογική κατάσταση που μπορεί να αφορά οποιοδήποτε όργανο του σώματος, κατά την οποία διαταράσσονται πρόσκαιρα οι λειτουργίες του, χωρίς να συνυπάρχει ανιχνεύσιμη ανατομική βλάβη. Συνηθέστερα παρατηρείται η εγκεφαλική δ., που προκαλείται από… …   Dictionary of Greek

  • δόνηση — Περιοδική παλμική κίνηση υψηλής συχνότητας ενός σώματος. Για μικρές συχνότητες προτιμάται ο όρος ταλάντωση. Όταν ένα σώμα δονείται, στην ιδιοσυχνότητά του υπάρχουν ελεύθερες δ. Για να διατηρηθούν οι δ. αυτές και οι κυμάνσεις που προκαλούνται στο… …   Dictionary of Greek

  • κατάσπασμα — κατάσπασμα, τὸ (Α) [κατασπώ] 1. δόνηση, κραδασμός τής γλωττίδας τού αυλού 2. μέρος, τμήμα, απόσπασμα …   Dictionary of Greek

  • κράδανσις — κράδανσις, ἡ (Α) [κραδαίνω] κραδασμός τής γής, ο σεισμός …   Dictionary of Greek

  • μετασάλεμα — το [μετασαλεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετασαλεύω, βίαιη μετακίνηση, ξαφνική αλλαγή θέσης, τίναγμα, τράνταγμα, κραδασμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”